царапнуть - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

царапнуть - translation to γαλλικά


царапнуть      
( когтями ) donner un coup de griffes; см. тж. царапать 1)
griffer      
царапать, царапнуть;
le chat m'a griffé la joue - кот оцарапал мне щёку
gripper         
1. {vt}
1) {уст.} царапнуть когтями
2) {разг.} схватить, стянуть, стибрить
3) {тех.} вызвать заедание, заклинивание
4) {перен.} парализовать, блокировать
2. {vi}
1) сморщиться, съежиться
2) {тех.} заедать; барахлить
3) {перен.} застревать, застопориться; приостанавливаться ( напр., о переговорах ); плохо работать, плохо функционировать

Ορισμός

царапнуть
сов. перех.
1) Легко ранить, слегка задев.
2) Однокр. к глаг.: царапать (1,2).
3) см. также царапать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για царапнуть
1. Подхожу к нему снизу, чтоб царапнуть его винтом по хвостовому оперению, - рассчитать можно правильно, чуть-чуть только задеть кончиками винта.
2. Тем более что дорожный просвет тут откровенно маловат, есть риск не только поотрывать на кочках все брызговики, но и царапнуть днищем.